υποσπαδίας

υποσπαδίας
(Ιατρ.). Είναι η διάσταση του κάτω τοιχώματος της ουρήθρας. Απαντά κυρίως στους άντρες. Στην περίπτωση του υ. το κάτω τοίχωμα της ουρήθρας δεν έχει πλήρη διάπλαση και το εξωτερικό της στόμιο δε βρίσκεται στην κανονική του θέση στη βάλανο του πέους. Ανάλογα με το πού βρίσκεται το στόμιο, διακρίνεται ο βαθμός του υ. Συνήθως οι άρρωστοι παραπονούνται ότι ουρούν με λεπτό ρεύμα, ότι δεν έχει κανονική κατεύθυνση το ρεύμα των ούρων, τα οποία στις περιπτώσεις υ. μεγάλου βαθμού χύνονται κάθετα προς τα κάτω. Επίσης οι άρρωστοι παραπονιούνται για δυσμορφία της βαλάνου, γεγονός που δυσκολεύει, και μερικές φορές κάνει αδύνατη, τη συνουσία. Στις περιπτώσεις υ. μικρού βαθμού δε χρειάζεται θεραπεία. Ανάλογα με τη μορφή του υ., εφαρμόζονται διάφορες πλαστικές επεμβάσεις.
* * *
ο / ὑποσπαδίας, ΝΑ
αυτός που πάσχει από υποσπαδίαση
νεοελλ.
1. ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως τών ουροφόρων οδών, στην οποία το έξω στόμιο τής ουρήθρας βρίσκεται στην κάτω επιφάνεια τού πέους, στους άνδρες, ή, σπανίως, στον κόλπο τής γυναίκας
2. (κτην.) τεχνητός ουρογεννητικός πόρος ο οποίος πραγματοποιείται στα ζώα στο επίπεδο τού περινέου για την αποφυγή τών υποτροπών ουρογεννητικής απόφραξης από λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θ. σπα-δ- τού σπάω* (πρβλ. σπάδων «ευνούχος») + κατάλ. -ίας*. Ο νεοελλ.-επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hypospadias].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποσπαδίας — ὑποσπαδίᾱς , ὑποσπαδίας one who has the orifice of the urethra too low masc acc pl ὑποσπαδίᾱς , ὑποσπαδίας one who has the orifice of the urethra too low masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσπαδίαι — ὑποσπαδίας one who has the orifice of the urethra too low masc nom/voc pl ὑποσπαδίᾱͅ , ὑποσπαδίας one who has the orifice of the urethra too low masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσπαδίαση — η, Ν ιατρ. η διαμαρτία τού υποσπαδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποσπαδίας + κατάλ. ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • υποσπαδιαίος — αία, ον, Α υποσπαδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θ. σπα δ τού ρ. σπάω* (πρβλ. σπάδων «ευνούχος») + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”